ácnea - ορισμός. Τι είναι το ácnea
DICLIB.COM
AI-based language tools
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από τεχνητή νοημοσύνη

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ácnea - ορισμός


Acne         
DOENÇA DAS GLÂNDULAS SEBÁCEAS CARACTERIZADA POR ÁREAS DE PONTOS NEGROS, PONTOS BRANCOS, PÚSTULAS, PELE OLEOSA E POSSIBILIDADE DE APARECIMENTO DE CICATRIZES.
Acne vulgar; Acne vulgaris
f. Med.
Moléstia dos follículos sebáceos da pelle.
(Do gr. akhne)
ácnea      
s.f.
-derm p.us. m.q. acne
-etim acne + ea ; ver acn-
acne      
s.f. (-1891 cf. FA)
-derm erupção folicular, papilar ou pustulosa resultante de inflamação com acúmulo de secreção, que afeta as glândulas sebáceas
±
a. juvenil
-derm a que é produzida pela variação das taxas hormonais, esp. dos androgênios e estrogênios, que comumente ocorre na puberdade
-etim gr.tar. ákné,és , falsa leitura de akmê,é 'ponta, cume; ponto culminante; erupção na face'; em ACG, lê-se "do fr. acné , der. do ing. acne e este do lat.cien. acné , deduzido do gr. ákmé ( acme ) transcrito ákné , por erro do copista de um texto de Aécio (sVI)"; ver acn-